- ακορφολόγητος
- η , ο1) неподрезанный, неподстриженный (о деревьях); 2) перен. не лишённый самого ценного, самого главного;
ακορφολόγητη κοπέλλα — невинная девушка
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
ακορφολόγητη κοπέλλα — невинная девушка
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
ακορφολόγητος — η, ο [κορφολογώ] αυτός που δεν κορφολογήθηκε, που δεν τού έκοψαν τις κορυφές τών βλαστών του … Dictionary of Greek
ακορφολόγητος — η, ο 1. αυτός του οποίου δεν κόπηκαν οι κορφές, τα βλαστάρια: Το κλήμα δεν πρέπει να μείνει ακορφολόγητο. 2. αυτός του οποίου δεν πάρθηκε ό,τι καλύτερο είχε: Κι έμεινε η νια ακορφολόγητη … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)